Στην ελληνική μυθολογία, ο Όλυμπος είναι το σπίτι των Θεών. Ως εκ τούτου, το ερώτημα για το αν θα μπορούσαν οι θνητοί να σκαρφαλώσουν τόσο ψηλά για να φτάσουν την κορυφή του είχε παραμείνει άλυτο έως τις 2 Αυγούστου 1913. Το ερώτημα αυτό λοιπόν λύθηκε πριν από 105 χρόνια, σχεδόν μόλις έναν αιώνα πριν, όταν τρεις αναρριχητές έφθασαν στη κορυφή του Μύτικα και συγκεκριμένα σε υψόμετρο 2.918 μέτρων. Για να προσεγγίσει κανείς τη κορυφή αυτή έπρεπε να περάσει μέσα από βαθιές ρεματιές αλλά και απότομες κλήσεις.
Ο Ελβετός φωτογράφος Φρεντερίκ Μπουασονά, o φίλος του Ντανιέλ Μπο-Μποβί και ο Χρήστος Κάκκαλος, ένας Έλληνας κυνηγός που εκτελούσε χρέη οδηγού ξεκίνησαν για την ανάβαση παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Ο Κάκκαλος γνώριζε αρκετά καλά τα δύσκολα περάσματα του βουνού και σκαρφάλωνε την πλαγιά ξυπόλητος. Οι Ελβετοί είχαν μία ορισμένη εμπειρία στην αναρρίχηση, αλλά ο Μπουασονά δυσκολευόταν από τον βαρύ φωτογραφικό εξοπλισμό που κουβαλούσε μαζί του. Αυτός και ο φίλος του ο Μποβί ήταν δεμένοι μαζί με ένα σκοινί.
Στη διάρκεια της αναρρίχησης η κορυφή του Μύτικα καλυπτόταν από την ομίχλη, και έτσι οι ορειβάτες πέρασαν μία μικρότερη κορυφή για το «σπίτι των Θεών». Όταν η ομίχλη καθάρισε, είδαν την πραγματική κορυφή και αφού συνειδητοποίησαν το λάθος τους συνέχισαν την αναρρίχησή τους.
Ο Κάκκαλος ήταν ο επικεφαλής της συντροφιάς και έτσι συνέχισαν να κατευθύνονται προς τα πάνω, ώσπου στις 2 Αυγούστου του 1913 κατάφεραν να φτάσουν στο ψηλότερο σημείο της Ελλάδας. Ο Μπουασονά, αργότερα, έγραψε ότι κατά την αναρρίχηση τον είχε συνεπάρει η σκέψη της ιστορίας του Προμηθέα, ο οποίος έκλεψε τη φωτιά από την Αθηνά και τον Ήφαιστο για να τη δώσει στους ανθρώπους. Το εύρημα της φωτιάς και το κατόρθωμα των τριών αναρριχητών να φτάσουν στη ψηλότερη κορυφή της Ελλάδας γιορτάζει σήμερα με το doodle της η Google.
Πηγή: eu.greekreporter.gr